- κότερο
- yacht
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
κοτερό — Μικρό σκάφος που χρησιμοποιείται συνήθως για ταξίδια αναψυχής. Βλ. λ. θαλαμηγός. * * * το συν. στον πληθ. το σύνολο τών πουλερικών, τα πουλερικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότα + κατάλ. ερό (πρβλ. καματ ερό)] … Dictionary of Greek
κότερο — Μικρό σκάφος που χρησιμοποιείται συνήθως για ταξίδια αναψυχής. Βλ. λ. θαλαμηγός. * * * το ιδιωτικό σκάφος για ταξίδια αναψυχής που κινείται με ιστία ή με μηχανή ή και με τους δύο τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cotero < αγγλ. cutter < μσν.… … Dictionary of Greek
κότερο — το (λ. ιταλ.) 1. είδος ελαφρού ιστιοφόρου κατάλληλου για ιστιοπλοϊκούς αγώνες. 2. μικρό ιδιωτικό πλοίο κατάλληλο για εκδρομές, γιοτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοττερό — το βλ. κοτερό … Dictionary of Greek